- ἐπώλει
- πωλέωsellimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιτοβολώνας — ο / σιτοβολών, ῶνος, ΝΜΑ η σιταποθήκη («ἀνέῳξε πάντας τοὺς σιτοβολῶνας καὶ ἐπώλει πᾱσι τοῑς Αἰγυπτίοις», ΠΔ) νεοελλ. τόπος που παράγει άφθονα σιτηρά («η Θεσσαλία, ο σιτοβολώνας τής Ελλάδας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + θ. βολ τού βάλλω (πρβλ. βόλος) + … Dictionary of Greek